- ξεζουμισμένος
- η , ο1) выжатый; выдавленный (о соке); 2) перен. словно выжатый лимон, истощённый, изнурённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεζουμίζω — 1. βγάζω το ζουμί από κάτι πιέζοντας το, στίβω («ξεζουμίζω το πορτοκάλι») 2. (σχετικά με φαγητό) αλλάζω το νερό, ξενερίζω («ξεζούμισα τα φασόλια») 3. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά και σωματικά κατά κόρον 4. (για γυναίκα) εξαντλώ… … Dictionary of Greek
ξεζουμίζομαι — ξεζουμίζομαι, ξεζουμίστηκα, ξεζουμισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεζουμίζω — ξεζούμισα, ξεζουμίστηκα, ξεζουμισμένος 1. βγάζω από κάτι το ζουμί, στύβω: Ξεζουμίζω το λεμόνι. 2. εξαντλώ κάποιον οικονομικά, εκμεταλλεύομαι: Τον ξεζούμισαν οι συγγενείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)